- προβουλευμάτιον
- τὸ, Α [προβούλευμα, -ατος]υποκορ. τού προβούλευμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβουλευμάτια — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl προβουλευμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)